- ἔβλαψαν
- βλάπτωdisableaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
ακήριος — (I) ἀκήριος, ιον (Α) [κὴρ, η] 1. αυτός που δεν τόν έβλαψαν, δεν τόν πείραξαν οι κήρες* και γεν. άβλαβος, απείραχτος 2. αβλαβής, ακίνδυνος 3. άδολος, άκακος. (II) ἀκήριος, ον (Α) [κῆρ, το] 1. αυτός που δεν έχει καρδιά, ψυχή, ζωή 2. δειλός, άψυχος … Dictionary of Greek
αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] … Dictionary of Greek
αμνησικακώ — ( έω) (Α ἀμνησικακῶ) δεν μνησικακώ, δεν κρατώ κακία απέναντι σ’ αυτούς που μέ έβλαψαν, συγχωρώ και ξεχνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνησίκακος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμνησικάκητος] … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με … Dictionary of Greek
Κουλόμπ, Σαρλ Ογκιστέν ντε- — (Charles Augustin de Coulomb, Ανγκουλέμ 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος φυσικός. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έγινε μηχανικός του στρατού και έφτασε μέχρι τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Τα τρία χρόνια που υπηρέτησε στο φρούριο Μπουρμπόν, στη… … Dictionary of Greek
Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… … Dictionary of Greek